- ἰσοσύγκριτος
- ἰσοσύγκριτοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισοσύγκριτος — ἰσοσύγκριτος, ον (Α) ο αμφίβολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + σύγκριτος (< συγκρίνω), πρβλ. αραιο σύγκρίτος, ιδιο σύγκριτος] … Dictionary of Greek
ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ … Dictionary of Greek